τραγιάσκα

τραγιάσκα
[трагьяска] ουσ θ фуражка, кепка.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τραγιάσκα" в других словарях:

  • τραγιάσκα — η, Ν είδος καπέλου με γείσο, κασκέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. φρ. trăiască Grecia «ζήτω η Ελλάδα», που φώναζαν Ρουμάνοι εκδρομείς στην Αθήνα επευφημώντας την ελληνική ομάδα σε ποδοσφαιρική συνάντηση και πετώντας τους σκούφους τους στον αέρα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • τραγιάσκα — η (λ. ρουμ.), είδος λαϊκού κασκέτου με γείσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»